|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово δαχτυλογραφώ? — — άρπα — πουτανίστικος — εκκοπή — γλαριάζω — αμυγμία — χλωρυδρικός — γουρούνας — αποδεικτός — σαγηνευτικά — συγκαλά — τρισμακάριστος — κατεστραμμένος — τεζάρισμα — ξεμιστεύω — παραπιωμένος — βουλεβάρτο — αγροχαλά — αυτοπεριορισμός — ξάπλωμα — συμφωνητικός — αψεγάδιαστος |
|||