|
шутливый, остроумный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шутливый? — ευθυμολογικός как на (ново)греческом будет слово остроумный? — ευθυμολογικός как с (ново)греческого переводится слово ευθυμολογικός? — шутливый, остроумный — αντιπρόεδρος — εξιστόρηση — λαϊκίζω — οστρακιά — αλεώριον — κνημοδέτης — επιχειρηματίας — μονόκλ — γαλακτοφόρος — αετωματικός — ασπρόμαυρος — εμποδιστικός — θηρεύω — μωρό — αμπελοτόμος — ανθρακασβέστιον — παρένθετος — αφρονημάτιστος — αβασκαίνω — υμήν — πλατυτέρα |
|||