|
приводить себя в порядок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово приводить себя в порядок? — διαρμίζομαι как с (ново)греческого переводится слово διαρμίζομαι? — приводить себя в порядок — σαλαγάω — ακυρωσία — αβόλετος — κοραλλιογενής — ξεφύλλισμα — λογάς — νευρολογικός — εικονοστάσιο — ανακατώκισα — γενεσιουργία — ασημοκλαίω — συγκινητικός — φραπελιά — γλυκοφιλώ — πυώδης — λιγνεύω — μετείκασμα — ντροπερός — μαντεύω — οπισθογράφηση — αρθριτικός |
|||