|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ντοματάκι? — — χρωματίζω — εκτυπωτής — κουλούρα — παρέλαση — περιβάλλον — αδέσποτος — σφυγμομετρώ — ημιόκλαση — υποδιευθυντής — εκριζώνω — καταρρέω — σεναριογράφος — πολυτονικό — προσαγορεύω — ολίγιστος — βερνικωμένο — τσούρα — απαγίωτος — γάντι — μπουλούκι — ανάξιος |
|||