|
(αόρ. εκράτυνα, παθ. αόρ. εκρατύνθην) усиливать, укреплять #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово усиливать? — κρατύνω как на (ново)греческом будет слово укреплять? — κρατύνω как с (ново)греческого переводится слово κρατύνω? — усиливать, укреплять — κυβερνησιμότητα — λατερνατζής — ταυτισμός — δεξιωσύνη — κοκκύτης — καντηλανάφτης — ραβανί — ολιγοφαγία — ιχνογραφείο — κάλπικος — καρδιολόγος — λίξιάρης — αστρίφωτος — πικροθάλασσα — χορτοπιεστήριο — αδερφοσύνη — αγωνοθεσία — υποδηματοβιομηχανία — αποστομώνω — δυσάρμοστος — ενδιάμεσο |
|||