Новогреческий словарь
κρατύνω
κρατύνω
(αόρ. εκράτυνα, παθ. αόρ. εκρατύνθην)
усиливать, укреплять
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
усиливать
? —
κρατύνω
как на
(ново)греческом
будет слово
укреплять
? —
κρατύνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
κρατύνω
? — усиливать, укреплять
#
(ново)греческий словарь
—
υποβρυχίως
—
εξολοθρευτικός
—
αναπηδητικός
—
τζάκα
—
υδατισμός
—
αποκρουστήρας
—
αγριοσινάπι
—
υπόβαση
—
δάφνινος
—
καθισιά
—
ασύστατος
—
άβγαλτος
—
αναλογιστής
—
λατομείο
—
χαρτοδέτηση
—
καταχωνιάζω
—
κακοπαθαίνω
—
Κεραμικός
—
θρύλος
—
συλλαμβάνω
—
λεφτοκαρυά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве