|
(-εως) η рел. пострижение (в монахи) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пострижение? — απόκαρσις как с (ново)греческого переводится слово απόκαρσις? — пострижение — χαρακτική — έφαγα — δικαιοδότης — κρεμαστήρα — διαχείριση — ερωτόλογα — ανοσφρησία — νεοελληνιστί — χωνεύτρα — ενδομορφία — πρωτοβρόχι — κεραμιδώ — μεταποιητός — κατοπτροποιός — ειδωλολατρία — ζεύω — πατητός — δολιεύομαι — νόθευμα — ακρουμαίνομαι — μυγόχεσμα |
|||