απόκαρσις

формы словаβ
απόκαρσις
(-εως) η рел. пострижение (в монахи)



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово пострижение? — απόκαρσις
как с (ново)греческого переводится слово απόκαρσις? — пострижение


χαρακτικήέφαγαδικαιοδότηςκρεμαστήραδιαχείρισηερωτόλογαανοσφρησίανεοελληνιστίχωνεύτραενδομορφίαπρωτοβρόχικεραμιδώμεταποιητόςκατοπτροποιόςειδωλολατρίαζεύωπατητόςδολιεύομαινόθευμαακρουμαίνομαιμυγόχεσμα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit