|
η парик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово парик? — περούκα как с (ново)греческого переводится слово περούκα? — парик — φανέρωμα — σταθεροποιούμαι — αστραποβολητό — αλαφροποινίτισσα — κακούργημα — αλληλέγγυος — ξεβιδωμένος — ωμοπλινθοδομή — σέρρα — άπατρις — κυβευτής — άρβυκας — κοκεταρία — ληξιπρόθεσμος — δικινητήριος — ρολό — αφλογιστώ — λαμπρά — μονούβρα — φιλόπαις — διάβρωση |
|||