|
η 1) еда (действие); 2) еда, пища; η ~ καί η πόση — еда и питьё #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово еда? — βρώση как на (ново)греческом будет слово еда? — βρώση как на (ново)греческом будет слово пища? — βρώση как с (ново)греческого переводится слово βρώση? — еда, еда, пища — θεσπίζω — αγριαψινθιά — ξεσηκώνομαι — ελικοτομώ — αφκιασίδωτος — αεικινησία — Γιουγκοσλάβα — καρδάρα — συμμαζεύομαι — φλακή — απαρέσκομαι — παραμάγερας — υπερβραχύς — ηλεκτροδιάγνωση — συμφερόντως — κρυστάλλων — ξεφούσκωμα — συζυγία — ναρκωτικός — Μητρώον — ευαισθητοποιημένος |
|||