|
(-όντος) позапрошлый; τόν ~όντα χρόνο — в позапрошлом году #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово позапрошлый? — προπαρελθών как с (ново)греческого переводится слово προπαρελθών? — позапрошлый — αλληλοβοήθεια — αστιγματικός — φαφλατάς — δασοφύλακας — ξυλόπροκα — φαρμακολογικός — αισθηματικός — μαυροφρύδα — λεπτολόγος — μίανσις — ταράσσω — μυξιάζω — τορπιλλάκατος — στάμα — περιέλιξη — πόταμος — εμπροσθογεμής — ταβάνι — καρπαζώνω — ανάσπαστος — χειροδέσμη |
|||