|
ο 1) плавучее средство; 2) тех. поплавок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово плавучее средство? — πλωτήρας как на (ново)греческом будет слово поплавок? — πλωτήρας как с (ново)греческого переводится слово πλωτήρας? — плавучее средство, поплавок — στακτόχρους — ζωοκλέπτης — σκωληκιώ — σαρωτικός — υλοτομία — βεργίτσα — διαρπάζω — επιτροπεύομαι — διαιτώ — κεραμιδένιος — εγκλείστρα — αναμαλλιασμένος — καταμερισμός — ατυχώ — βοθροκαθαριστής — αλεξικέραυνο — καυσαλίδα — ελεημονητικός — νταραβερτζής — ενοχλητικότητα — δέκα |
|||