|
пересаживать (растение) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пересаживать? — μετακηπεύω как с (ново)греческого переводится слово μετακηπεύω? — пересаживать — πλήθυνση — πόχα — οδοντόλιθος — σκότα — τσάμπουρο — φιλήδονος — ξεπατώνω — χλωράδα — αναρριχήτρια — νοικοκυριό — μαγειρίτσα — ανεξουσιοδότητος — τριακονταετηρίδα — φκόλα — εξυβριστικός — αργυρένδυτος — γιατρικό — ψευδαισθησία — δημόσιος — ούβα — θεοδολίτιο |
|||