|
украшенный, разукрашенный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово украшенный? — διαποίκιλτος как на (ново)греческом будет слово разукрашенный? — διαποίκιλτος как с (ново)греческого переводится слово διαποίκιλτος? — украшенный, разукрашенный — λιβοζέφυρος — οροφή — βούρλα — εξατμιστήρας — διάσιμο — νήξις — αρχοντολόγι — ολιγόσιτος — περίλαμπρος — γυναικοθηρεία — ψιττάκωση — μεταλλογραφία — πατριάρχης — στυφός — πλάτανο — ασπόνδυλος — λαλές — συνέτιση — ανήσυχος — μονοσήμαντος — βρώμι |
|||