|
η акварель #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово акварель? — ακουαρέλλα как с (ново)греческого переводится слово ακουαρέλλα? — акварель — ζανταλώνομαι — ασφυξιογόνος — στιχουργώ — σένσι — αλλού — ησυχαστικός — σιωπηρά — αιθρίαση — Θόδωρος — φαγώθηκα — αποσογκεντρώνω — αδράνεια — εθκλουσίως — άβραστος — ακρίδα — κέφι — στραγγιστήρι — υπερλυπούμαι — κακοψύχι — χλωρός — τριγλωσσία |
|||