|
оптовый; ~ή πώληση — оптовая продажа; τιμές ~ής πώλησης — оптовые цены #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово оптовый? — χοντρικός как с (ново)греческого переводится слово χοντρικός? — оптовый — συνενώνω — δημοκρατούμαι — αποσπόντα — βατσέλλο — παράκαμψη — οινοπνευματοπωλείο — ηλεκτροκαλλιέργεια — ξεκουμπώνω — επανάταξη — μουλάρι — επήγα — αδιαφόρως — αποθανατίζω — αντιπλέω — πατριώτισσα — αποστάφυλα — αλακάπα — ασβεστοποιός — υδροφαντική — εξάρθρωση — φλούδάτος |
|||