|
το 1) цыплёнок; 2) несмышлёныш, птенец #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово цыплёнок? — κοτόπουλο как на (ново)греческом будет слово несмышлёныш? — κοτόπουλο как на (ново)греческом будет слово птенец? — κοτόπουλο как с (ново)греческого переводится слово κοτόπουλο? — цыплёнок, несмышлёныш, птенец — πίπισμα — θαλαμοφύλακας — ζυμομύκητας — ευζωνάκι — υπεισάγω — βαλκανολογία — ολοχρονίς — αλληλοσφαγία — αιφνιδιαστικός — ομφαλικός — κατασκεπαστός — Παναμέζα — γαιανθρακόπλινθος — αποβατικός — απάστρευτος — περιβολή — ανέκθλιπτος — ποταμιά — μαγουλάκι — σκόντο — τετρακύλινδρος |
|||