|
το трамбовка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово трамбовка? — εδαφιστήριον как с (ново)греческого переводится слово εδαφιστήριον? — трамбовка — αποσπόρι — ακροβάτις — γραφειοκρατισμός — αποσταμός — σεχταρισμός — κολλόδιο — παντοχή — γαλατόπετρα — χοντροπόδαρος — αποδοτέος — βεργάδι — προσχωτικός — εμβροχή — ενυπνίαση — λεβητοποιός — μοντερνιστικά — παράλυτος — επιλήψιμα — νομοθέτηση — σπογγάνθρακας — θερμοπαραγωγός |
|||