|
η мед. уретроскопия #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово уретроскопия? — ουρηθροσκοπία как с (ново)греческого переводится слово ουρηθροσκοπία? — уретроскопия — χειρίδιον — δαλτωνισμός — γαλατάς — ακαλαισθησία — εορτάσιμος — γλεντοβολάω — γεμιστά — δυσβάστακτος — κλώσιμο — στραβομουτσουνιάζω — παράφραγμα — βέρα — βουρδουλακιάζω — νεροκράτης — πρωτομάθητος — συνωστισμός — κρεμιέμαι — αδιαβεβαίωτος — καγκελλόπορτα — ταραχτικός — προεξοφλήσιμος |
|||