|
(αόρ. εσύμπησα) 1) раздувать (огонь); 2) перен. помогать; δέ μού ~ει τό γιατρικό — [phrase]лекарство мне не помогает[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово раздувать? — συμπάω как на (ново)греческом будет слово помогать? — συμπάω как с (ново)греческого переводится слово συμπάω? — раздувать, помогать — κεραυνοβόλος — ρουφιάνος — ζήτημα — φαβισμός — φύλαξη — κασμάς — κελάρι — ψιθυρισμός — διεθνίστρια — τηγανίζω — επιμεριστικός — εκπαιδεύω — ποταμήσος — λαχταράω — μέλλων — ζαχαρώδης — μαλαγρώνω — ανεπίγνωστος — περιοδολόγηση — μαξιλλάρωμα — αγροίκία |
|||