|
1) готский; 2) готический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово готский? — γοτθικός как на (ново)греческом будет слово готический? — γοτθικός как с (ново)греческого переводится слово γοτθικός? — готский, готический — σοινίκι — μωλωπισμός — εξιτήριος — λαχανοπώλης — χαστούκι — αεροπειρατής — όνομα χώρου — διαλλάττω — προσπερνώ — παλληκαρωσύνη — σπερματόρροια — σκηνικός — ελαιοτρίβιον — μαιευτικός — ανεμώνα — μπαχτσεβανικά — πεπονοκέφαλος — λεμονόζουμο — καρπέτα — σφηνούμαι — στομαχιάρικος |
|||