Новогреческий словарь
αγιοβασίλης
αγιοβασίλης
ο
дед-мороз
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
дед-мороз
? —
αγιοβασίλης
как с
(ново)греческого
переводится слово
αγιοβασίλης
? — дед-мороз
#
(ново)греческий словарь
—
χοανοειδής
—
ακοπτος
—
αυτοανακηρυσσόμενος
—
επισφαλής
—
γαρδέλι
—
δειγματοληψία
—
αιμοληψία
—
ισοπολιτεία
—
ζωόκολλα
—
λυκειακός
—
ενδείκτης
—
σηματοδοσία
—
αποφορτίζω
—
αρριβάρω
—
αντικρατικός
—
αντίσταση
—
απραγματοποίητος
—
επόπτευση
—
σατανικός
—
παραλίμνιος
—
πλέκτης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,