|
вклиниваться; ~ώνομαι στό έδαφος — врезаться в землю (о падающем предмете) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вклиниваться? — σφηνώνομαι как с (ново)греческого переводится слово σφηνώνομαι? — вклиниваться — εξάφριση — επαμείβομαι — κοινωφελές — πατάνη — φαρσί — βραχνασμένος — ληκτικός — απίστωτος — κυλίνδρισμα — τραπεζώνω — βυθοκόρηση — επενδυτικός — χωρισιά — θρασύς — χώνω — ακροθιγής — πρόγευμα — παραμυθατζού — ολοκληρώ — δυστυχώ — φραγκικός |
|||