|
η кадриль #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кадриль? — καδρίλλια как с (ново)греческого переводится слово καδρίλλια? — кадриль — αποδιδόμενος — ευκίνητος — διορία — βλασφημητικός — κατασωτεύω — νηφάλιος — νηκτικός — πρόσκοπος — μαλλίνα — εποχέτευσις — νιτρόφιλος — ρυμουλκώντας — παραφτάνει — πολυκομματισμός — καβαλίκι — κρεπάρω — τούννέλι — καταληψία — φουχτίζω — οφθαλμία — λογοκριτής |
|||