|
1. звездообразный; 2. (о) астр. астероид #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово звездообразный? — αστεροειδής как на (ново)греческом будет слово астероид? — αστεροειδής как с (ново)греческого переводится слово αστεροειδής? — звездообразный, астероид — κρασοκανάτα — εξαρθρώνομαι — επίφθονος — γρούξιμο — χρηματοφυλάκιο — αναποδογύρισμα — αμελκτήρας — μυταράς — αυθάδεια — κατασπαράττω — χέρσωμά — καυστήρας — δυσχερής — μέσο — φθινοπωρινός — μαραθώνιος — πεθυμάω — υαλοειδής — νικελωμένος — γεφύρωση — δογματολογία |
|||