|
η женщина(__,__) имеющая трудные роды #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово женщина, имеющая трудные роды? — κακογεννήτρα как с (ново)греческого переводится слово κακογεννήτρα? — женщина, имеющая трудные роды — πολύεδρο — επικυρωτικός — αμεταρρύθμιστος — γαριδούλα — κουράδα — φίς — νοσηλευτικός — στραγαλιάνος — βρεγματικός — σιγοβραδιάζει — σπύριασμα — αδαμαντίνη — ψυχροφοβία — δράμι — ερυσίπελας — πιτυχαίνω — οδοντογιατρός — διαπορία — σανδαλοποιός — θαλασσοποιώ — κροτάλισμα |
|||