|
ο 1) беглец; 2) трус #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово беглец? — φεύγας как на (ново)греческом будет слово трус? — φεύγας как с (ново)греческого переводится слово φεύγας? — беглец, трус — εισοδηματίας — πιλάτεμα — χαζομάρα — σαβουρώνω — ελευθκριάζω — ταχέως — αμετροέπεια — δράξ — αρτυμή — αντανακλαστήρας — συντάσσω — εξόδιασμα — δείκτης — χρύσωμα — καθησυχαστικός — άρθρωση — απόδημος — ανθόσπαρτος — συμμαχήτρια — παραφύομαι — τεμπελιάζω |
|||