|
(-ποδός) босой, босоногий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово босой? — γυμνόπους как на (ново)греческом будет слово босоногий? — γυμνόπους как с (ново)греческого переводится слово γυμνόπους? — босой, босоногий — πεντάωρος — πάννα — υπόλειμμα — ανίζησις — κορνεττίστας — δαίδαλος — μωρέ — διαιώνιση — ζαλιγγώνουμαι — βρεχάμενα — υπουργοποίηση — διαύγασμα — πειστήριος — λειαίνω — κριθάλευρο — αναστατικός — εμπτυσμός — βουβωνικός — κεκαλυμμένα — νείρομαι — αθροίζω |
|||