|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово συμφύρομαι? — — βουτυροειδής — κουβαρντάς — ορνίθειος — ωθηση — ξεγεννώ — μικροβιολογία — γδέρνω — όπισθεν — υδροτεχνία — μπερεκέτι — ανακλίνω — λιθογραφείο — μυκτηρίζω — φανφάρα — ευρωπαία — βύσσινίος — κτηματογραφώ — διφθέρινος — επτακισχίλιοι — εύσειστος — χαρτοσήμανση |
|||