|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αιμάτωση? — — φλυκταινομαι — τάφος — αμεταπώλητος — κυματογράφος — ασκάθαρος — αστροναύτης — ισόσταθμος — λούκρα — γκέγκης — ανασκουμπώνομαι — ψιλόβροχο — βαριοκοιμάμαι — ξαναγεννιέμαι — ανορεξία — επιδερμικός — άκακος — αφόρμισμα — αναπασχόλητος — πιθηκισμός — κονίστρα — εκρηκτήρας |
|||