|
το извещение, уведомление; παίρνω ~ — понимать, смекать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово извещение? — αβίζο как на (ново)греческом будет слово уведомление? — αβίζο как с (ново)греческого переводится слово αβίζο? — извещение, уведомление — βαρελοσάνιδο — κατάμακρα — περιτρίγυρα — προπολεμικός — αυτοδίδαχτος — λουρόπετσο — στατέρα — γκέμι — οζοντισμός — βηματόμετρον — φαλαγγηδόν — απυρόβλητος — μίζα — αντρογυνοχωρίστρια — αναγορευτικός — αναθομίζω — κοσμοθεωρητική — τυγχάνω — καταδίνω — ημερήσιος — ευρωστία |
|||