|
(-ητος) η слоистость (материалов) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово слоистость? — σχιστότης как с (ново)греческого переводится слово σχιστότης? — слоистость — βαρύτης — ραφινάρισμα — ευκοίλια — υπνωτήριο — γκρούμ — αναλγητικός — πανικοβάλλω — βιβλιοσυλλέκτης — υπόδειγμα — σπολλάτη — φυλλοβολή — διακρίνομαι — εγκαταλειμμένος — επιδημιολογικός — ενούρησις — αλλέως — αφλογιστία — οχλαγωγικός — εμοί — απερίσκεπτος — μήλη |
|||