Новогреческий словарь
σοσιαλιστικός
σοσιαλιστικός
социалистический
;
~ή κοινωνία — социалистическое общество
;
~ό κόμμα — социалистическая партия
;
~ή άμιλλα — социалистическое соревнование
;
~ή αλλαγή или ~ μετασχηματισμός — социалистические преобразования
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
социалистический
? —
σοσιαλιστικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
σοσιαλιστικός
? — социалистический
#
(ново)греческий словарь
—
συνδέτης
—
ημιδιατροφή
—
πραματευτής
—
ονομαστεί
—
εγκάρσια
—
σουσαμόπιττα
—
αψιμυθίωτος
—
βωμολοχικός
—
πρωκτικός
—
γαγγραινιάζω
—
τριζόνι
—
ανευφήμητος
—
σουσαμάτο
—
ακτινοδέσμη
—
ασβεσταρειό
—
μονάς
—
πορνογραφικά
—
διαχωριστικός
—
εξωσκελετός
—
κουμπούρι
—
σερβιτόρα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,