|
η 1) лежание; 2) мор. крен (судна) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лежание? — κατάκλιση как на (ново)греческом будет слово крен? — κατάκλιση как с (ново)греческого переводится слово κατάκλιση? — лежание, крен — έλκος — σαράβαλο — βαρυποινίτης — βητατρόνιον — σινάφι — δακτυλιοειδής — πολυμορφικό — περίτεχνος — βολονταρισμός — αγνάντια — τάρα — έστοντας — σταλακτίτης — ντοβλέτι — τζάνεμ — γκιουστέκι — μωρολόγημα — πρόληψη — αμφικέφαλος — γηράζω — πολυμέρεια |
|||