|
το одностворчатая дверь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово одностворчатая дверь? — μονοπόρτι как с (ново)греческого переводится слово μονοπόρτι? — одностворчатая дверь — ιδιαιτέρα — λαομίσητος — γεωθερμία — οικτιρμός — αγωγιάτικα — προστάσσω — γαλλίζω — μαστιχόμελο — ανθοκλώνι — κελλάριος — σφενδόνιση — άσκιαχτος — μαγκούρο — ταξινόμηση — μουλαρήσιος — συστηματικότητα — μαζέττα — ορεξάτος — μπάμπαλο — σκιρρωνοβορρας — μηλιγγόνι |
|||