|
(γεν. ρινός) η нос #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово нос? — ρίς как с (ново)греческого переводится слово ρίς? — нос — ξαφορμίζω — μέθη — τρόχος — κρίμα — λήστευση — εξακοσάρι — κονταρόξυλο — καλαναρχίζω — καρδιοδυναμική — ηλικία — διαλυτικά — παξιμαδάκι — ολοένα — αντιπαρατάσσω — σκλήθρα — ασφοδελίνη — αποβρόχια — ανοστούτσικος — μισοκοιμάμαι — ραδιοδέκτης — δημοκόλακας |
|||