λογομαχώ

формы словаβ
λογομαχώ
спорить;
          ~ γιά τιποτένια πράγματα — спорить из-за пустяков



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово спорить? — λογομαχώ
как с (ново)греческого переводится слово λογομαχώ? — спорить


διάκοροςγλυκοθώρημακλειδαρότρυπαδάδινοςψάρακαςπύραυλοςαμάνικοςπροτάσσομαικακοθάλασσοςαγγειοδιαστολήακρασίαερυθρόπουςαεροβατώγαρμπερόςελικοφόρονβιάζομαιμυλωνούεπαναδραστηριοποιημένοςζιγγίβεριαγουβοςεπαργορώνω




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit