|
спорить; ~ γιά τιποτένια πράγματα — спорить из-за пустяков #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово спорить? — λογομαχώ как с (ново)греческого переводится слово λογομαχώ? — спорить — διάκορος — γλυκοθώρημα — κλειδαρότρυπα — δάδινος — ψάρακας — πύραυλος — αμάνικος — προτάσσομαι — κακοθάλασσος — αγγειοδιαστολή — ακρασία — ερυθρόπους — αεροβατώ — γαρμπερός — ελικοφόρον — βιάζομαι — μυλωνού — επαναδραστηριοποιημένος — ζιγγίβερι — αγουβος — επαργορώνω |
|||