|
ο кронциркуль #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кронциркуль? — παχομέτρης как с (ново)греческого переводится слово παχομέτρης? — кронциркуль — απροδιάθετος — ανάλαφρος — μεσόσκελο — αγόμωτος — τόπος — προορατικότητα — καταλυτικά — νοολογικός — γρούζο — αμίλητος — πικαρίζω — ράβδισμα — καμακίζω — νεόνυμφος — τσιλημπούρδισμα — εμφιάλωση — ανθρωποκεντρισμός — εκμαυλίστρια — παιδεμένος — επανατάκτης — αποδεικτικός |
|||