|
обрушиваться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обрушиваться? — σωροκουβαριάζομαι как с (ново)греческого переводится слово σωροκουβαριάζομαι? — обрушиваться — τσορματζής — εφορμώ — περιήγηση — καλύπτρα — ξυσμούρα — κομποδένω — καρβουνιάζω — κολλοδιοχάρτης — χουχουλιέμαι — ανεύφλεκτος — επιβένθος — πιπερώνω — αδειάζω — αντίσκομμα — αναφωνητό — μπιλλιάρδο — φιαλίδιο — βδελυγμία — ιδανισμός — ραντιστήρι — σύκο |
|||