|
фармакологический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фармакологический? — φαρμακολογικός как с (ново)греческого переводится слово φαρμακολογικός? — фармакологический — σκασιματιά — νερομουρμούρισμα — μαζάλισμα — ρήμαγμα — οδοποιός — αχόρταγος — μελιχρότητα — βλαπτικός — εξοχικό — φαγωμένος — κίτρος — κοντήτερα — επτάκις — ποδοκύλισμα — αντέχομαι — ασκητής — συλλογισμός — εξοπίσω — πολλαχόθεν — πνευματοθώραξ — χερικό |
|||