|
το двойка (в картах и т. п.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово двойка? — δυάρι как с (ново)греческого переводится слово δυάρι? — двойка — αυτονόητος — υπομιμνήσκω — έκρους — ελευθεροπραξία — χρονιάρης — εστιάτορας — νάρκωμα — ικαvοποίηση — κοκκαλιάζω — λόγος — εγχείριση — ανδρακλας — ελκυστήρας — ασέλγεια — πολυθεϊσμός — ωχρίαση — Μαύρου — ελλόγος — γυναικολογία — λαμπράδα — υποψιαστικός |
|||