Новогреческий словарь
υπερασπιστικός
υπερασπιστικός
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
υπερασπιστικός
? —
#
(ново)греческий словарь
—
πρατήριο
—
χρησμολύτης
—
λαβούτο
—
τυραννοκτονία
—
ληστοπραξία
—
αναχρέμπτομαι
—
ναύλοχος
—
μαγκλαράς
—
σηματοδοτώ
—
οντότητα
—
δαρβίνειος
—
σταχτοκουλούρα
—
τάνάποδα
—
συνταιριάζω
—
αληθοφάνεια
—
σπατουλάρω
—
τελειομανής
—
δεκατετραετία
—
εδραίωση
—
κατεργάρης
—
δεινοπάθηση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве