Новогреческий словарь
αποσάριδο
αποσάριδο
το
мусор, сор
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
мусор
? —
αποσάριδο
как на
(ново)греческом
будет слово
сор
? —
αποσάριδο
как с
(ново)греческого
переводится слово
αποσάριδο
? — мусор, сор
#
(ново)греческий словарь
—
τμήμα
—
πολλαπλασιαστικός
—
αναμαζωξάρα
—
αιμοδότης
—
απογραφή
—
αρχιερατείο
—
απιστομίζω
—
ανόργιστος
—
κρυσταλλοτεχνία
—
παραχείμαση
—
μακροήμερος
—
φτάρνισμα
—
δρομοκόπος
—
γραφόριο
—
αψηλός
—
φτωχοδέρνω
—
νάρκωση
—
μελάνωση
—
αισθάνομαι
—
γλύκισμα
—
μειώνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω