|
το уст. опора, подпорка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово опора? — διέρεισμα как на (ново)греческом будет слово подпорка? — διέρεισμα как с (ново)греческого переводится слово διέρεισμα? — опора, подпорка — καμηλίσιος — ξεβιδωμένος — ανάργαστος — προσχώνομαι — φύσημα — ατάγιστος — συνεργατικός — ξαναγαπίζω — αιτιατό — διάλειμμα — αναιρετικός — έκρυθμος — γόπα — πρήζομαι — ισραηλιτικός — ακατεδάφιστος — πήλινος — ισχυροποίηση — κερατένιος — πέφτω — πρυμνοδέτης |
|||