|
, χλαίνη η воен. шинель #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шинель? — χλαίνα как с (ново)греческого переводится слово χλαίνα? — шинель — ενειλιγμένος — εκχωμάτωση — μεσημερίαζω — πινακηδόν — μεσόφραγμα — διαγνωστικός — συνδαυλισμός — εξεγείρομαι — μετάξι — αντίπραξη — βαναυσούργία — αποποίηση — γλύκυσμα — καφεπότιδα — αναληπτικός — καταγγέλλω — τέταρτο — εσαεί — τρίς — ακρογωνιαίος — κολάνι |
|||