Новогреческий словарь
διαπλατύνω
διαπλατύνω
(αόρ. διεπλάτυνα)
расширять
(улицу, площадь)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
расширять
? —
διαπλατύνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
διαπλατύνω
? — расширять
#
(ново)греческий словарь
—
ταβλίζω
—
αφιλήδονος
—
τορνευτής
—
εξωστήρ
—
χαζομπαμπάς
—
καλοτάξιδος
—
υψόθεν
—
ψές
—
κολοκοτρώνης
—
θορυβημένος
—
πετσοκομματιάζω
—
εξοστούμαι
—
πούρος
—
φιλαράκος
—
σεισμομετρικός
—
υδροτροπισμός
—
εναποθέτω
—
αισθησιαρχία
—
λοξός
—
ενάντια
—
αποκαρδιωμένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве