|
смеркается #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово смеркается? — σουρουπώνει как с (ново)греческого переводится слово σουρουπώνει? — смеркается — επταήμερο — ζωντάνια — χειροπέδη — οχυρός — αυτοαναφλεγόμενος — βαττολόγημα — θεονήσηκος — οψιμαθής — ζό — δυσαλλοίωτος — οισοφάγος — εμποδίζω — απειθαρχία — ατάραχα — κοκαλιάρης — επιστημονικώς — κρούω — ασκορπιστός — ηπατομεγαλία — κατασταλαχτή — μάρτυρας |
|||