Новогреческий словарь
ποδηλατιστής
ποδηλατιστ|ής
ο 1)
велосипедист
;
2)
велогонщик
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
велосипедист
? —
ποδηλατιστής
как на
(ново)греческом
будет слово
велогонщик
? —
ποδηλατιστής
как с
(ново)греческого
переводится слово
ποδηλατιστής
? — велосипедист, велогонщик
#
(ново)греческий словарь
—
έγκαιρα
—
φωτοχημεία
—
ουτοπικά
—
αναχωματικός
—
υπομίσθωση
—
πονοκεφάλιασμα
—
δεχούμενος
—
δαφνοστεφάνωτος
—
απασχολημένος
—
γελοιογράφω
—
καυκάσιος
—
εξωκοινοβουλευτικές
—
αλγηδών
—
μπανιάρω
—
παράκαμψη
—
αδράνεια
—
τοματοπολτός
—
αραιόσκιος
—
εξαήμερο
—
εκμετρώ
—
σπάσιμο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,