|
ο 1) велосипедист; 2) велогонщик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово велосипедист? — ποδηλατιστής как на (ново)греческом будет слово велогонщик? — ποδηλατιστής как с (ново)греческого переводится слово ποδηλατιστής? — велосипедист, велогонщик — απομωραίνω — εντερορραγία — κτήριο — αφηρημένος — διασπασμένος — αμορτισσέρ — κοφτή — ιησουίτικος — ναυλώτρια — αποσταλάζω — σεφτές — ράβδος — επιχωρίως — εποικιστικός — ευθυμολογικός — κεφαλή — γκελμπερί — περιστρέφω — αραίωμα — πίσσα — γλαριάζω |
|||