|
Комод #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово συρταριέρα? — — προνόμιο — επιζήτητος — δορυκτησία — εξομάλισις — δίκαιος — υπαρξιστής — αυθωρεί — έκτοτε — σημάδεμα — ειδήμων — γωνιογράφος — πατώνω — βιά — τσιμπλής — κατσαρολάκι — εμμονή — εκτητικός — αόριστος — ποταμόκολπος — αγούρμαστος — σφάλμα |
|||