Новогреческий словарь
εφηβεία
εφηβεία
η
юность; отрочество
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
юность
? —
εφηβεία
как на
(ново)греческом
будет слово
отрочество
? —
εφηβεία
как с
(ново)греческого
переводится слово
εφηβεία
? — юность, отрочество
#
(ново)греческий словарь
—
δανείσιμος
—
θημώνιασμα
—
γλυκόφως
—
αυτοχειροτονούμαι
—
θεϊστής
—
γκαριστής
—
αδελφοποίηση
—
πλατύβαθρο
—
θόλος
—
λιογέννητος
—
ναρκαλιευτικό
—
σομπίτσα
—
αμπάλωτος
—
κουφιοκεφαλάκιας
—
δασκαλικός
—
στεφάνωμα
—
οινόπνευμα
—
δρυς
—
κουνουποφάγος
—
κοψαχείλης
—
έμπειρα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,