|
(αόρ. τρατάρισα и ετράταρα) угощать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово угощать? — τρατάρω как с (ново)греческого переводится слово τρατάρω? — угощать — ατμοβριθής — δυσανασχετώ — μηχανοστάσιο — ωμοθεραπεία — ακόνιστος — αρχαιομαθής — αρκουδάς — αγώι — κοινωφελής — κληρικόφρων — γυμνωσιά — ειρηνικός — μακρινάρι — πτυελίνη — ευρύστομος — περίδρομος — ουδετερότητα — φιλολογω — μηλειός — κλαυθμός — γιγαντιαίος |
|||