|
точно такой же; одинаковый, неизменный; μένω ίδιος κι' ~ — оставаться неизменным; ίδιος κι' ~ ο πατέρας του — [phrase]он - копия своего отца[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово точно такой же? — απαράλλαχτος как на (ново)греческом будет слово одинаковый? — απαράλλαχτος как на (ново)греческом будет слово неизменный? — απαράλλαχτος как с (ново)греческого переводится слово απαράλλαχτος? — точно такой же, одинаковый, неизменный — υπολανθάνω — οβελισμός — αθώωση — μεσοφωνία — σκιοπαίγνιον — κουρκούτι — ξετραχηλίζω — απόλουσμα — παραλληλόγραμμο — ρεζουμέ — ενδυνάμωμα — διαταραχή — μεταξοϋφαντουργία — μεγαθύμως — κοκκινέλι — διπλοσήμαντος — φωνοκινητικός — βρεχούμενος — ποσοστό — ωολέυκωμα — ερμητικότητα |
|||